διατάσσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διατάσσω < αρχαία ελληνική διατάσσω < διά + τάσσω
Ρήμα
[επεξεργασία]διατάσσω, πρτ.: διέτασσα, στ.μέλλ.: θα διατάξω, αόρ.: διέταξα, παθ.φωνή: διατάσσομαι, μτχ.π.π.: διατεταγμένος