βόρεια λαπωνικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βόρεια λαπωνικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βόρεια λαπωνικά